Dictionary of Greek. 2013.
συνθυσιαστής — ὁ, Α [συνθυσιάζω] αυτός που μετέχει σε συνθυσία* («τὸ κοινὸν τὸ Συνθυσιαστᾱν», επιγρ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek